- διπλομανταλώνω
- (Μ διπλομανταλώνω)1. κλειδώνω με διπλά μάνταλα, ασφαλίζω2. περιορίζω αυστηρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλομανταλώνω — διπλομαντάλωσα, διπλομανταλώθηκα, διπλομανταλωμένος, μανταλώνω δύο φορές, ασφαλίζω καλά: Κάθε βράδυ διπλομανταλώνει την εξώπορτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek